- ἐπιλιμνάζων
- ἐπιλιμνάζομαιto be overflowedpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλιμνάζω — ἐπιλιμνάζω (AM) [λιμνάζω] κατακλύζω, παρέχω πλουσιοπάροχα («[Χριστός] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων») … Dictionary of Greek